συρικτής

συρικτής
ὁ, ΜΑ, και συριγκτής Μ, και συριστής και συρίγκτης και δωρ. τ. συρικτάς Α [συρίζω (Ι)]
1. αυτός που παίζει τη σύριγγα, αυλητής
2. (για αυλό) αυτός που συρίζει, που παίζει («δόνακα, ἡδὺν συριστῆρα», Ανθ. Παλ.)
3. (κατά τον Ησύχ.) «γέρανος ἄρρην».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συρικτής — σῡρικτής , συρικτής masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συρικτά — σῡρικτά̱ , συρικτής masc nom/voc/acc dual (doric) σῡρικτά , συρικτής masc voc sg (doric) σῡρικτά , συρικτής masc nom sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συρικτάν — σῡρικτά̱ν , συρικτής masc acc sg (epic doric aeolic) σῡρικτάν , συρικτής masc acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συρικτάς — σῡρικτά̱ς , συρικτής masc acc pl (doric) σῡρικτά̱ς , συρικτής masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συριγκτής — ὁ, Μ βλ. συρικτής …   Dictionary of Greek

  • συριστής — ὁ, Α βλ. συρικτής …   Dictionary of Greek

  • συρικτᾶν — σῡρικτᾶν , συρικτής masc gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συρικτῇ — σῡρικτῇ , συρικτής masc dat sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συρικτήν — σῡρικτήν , συρικτής masc acc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”